ἥδυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἥδῠμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἡδύς]], [[γλυκύς]], [[εὐχάριστος]],· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. [[νήδυμος]]), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν [[αὐτόθι]].
|lstext='''ἥδῠμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἡδύς]], [[γλυκύς]], [[εὐχάριστος]],· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. [[νήδυμος]]), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />agréable, doux.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥδῠμος Medium diacritics: ἥδυμος Low diacritics: ήδυμος Capitals: ΗΔΥΜΟΣ
Transliteration A: hḗdymos Transliteration B: hēdymos Transliteration C: idymos Beta Code: h(/dumos

English (LSJ)

Dor. ἅδ- ον, poet. for ἡδύς,

   A sweet, pleasant, usu. epith. of sleep (v. νήδυμος, for which it is v.l. in Il.2.2, Od.4.793, 12.311, cf. Hsch. s.v. νήδυμος), h.Merc.241, 449, Antim.74, Simon.79, A.R.2.407; λόγοι Epich.179; οἶνος Orph.Fr.261: irreg. Sup. -έστατος Alcm. 137.

German (Pape)

[Seite 1153] ον, p. = ἡδύς; ὕπνος H. h. Merc. 241; Ap. Rh. 2, 407; Antimach. u. Simonids bei Schol. Il. 2, 2; λόγοι Epicharm. E. M. 420, 47; die VLL. führen aus Alcman auch den superlat. ἡδυμέστατος an. Vgl. νήδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἥδῠμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος,· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. νήδυμος), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agréable, doux.
Étymologie: ἡδύς.