ἡνιοχεία: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιοχεία''': ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - [[καθόλου]], [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F. | |lstext='''ἡνιοχεία''': ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - [[καθόλου]], [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
(-ία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ,
A chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.