θερμότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμότης''': -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, [[θέρμη]], Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.˙ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., [[ἔξαψις]], [[ὀργή]], [[πάθος]], τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722˙ ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B. | |lstext='''θερμότης''': -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, [[θέρμη]], Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.˙ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., [[ἔξαψις]], [[ὀργή]], [[πάθος]], τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722˙ ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />chaleur.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ, (θερμός)
A heat, Hp.VM16, Pl.R.335d, etc.: pl., Id.Cra.432c, Diocl.Fr.112. II metaph., heat, passion, τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her.12b; ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b.
German (Pape)
[Seite 1202] ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν θ. Ath. I, 1 b.
Greek (Liddell-Scott)
θερμότης: -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, θέρμη, Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.˙ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., ἔξαψις, ὀργή, πάθος, τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722˙ ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμός.