ἱλαστήριος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱλαστήριος''': -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἐπίθεμα]]), τό, τὸ [[κάλυμμα]] τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἀνάθημα]]), [[ἱλασμός]], [[ἐξιλέωσις]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ. | |lstext='''ἱλαστήριος''': -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἐπίθεμα]]), τό, τὸ [[κάλυμμα]] τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἀνάθημα]]), [[ἱλασμός]], [[ἐξιλέωσις]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />propitiatoire ; τὸ ἱλαστήριον NT sacrifice expiatoire, victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱλάσκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον (ος, ον PFay.337 (ii A.D.)),
A propitiatory, offered in propitiation, μνῆμα J.AJ16.7.1; θάνατος LXX 4 Ma.17.22; θυσίαι PFay. l.c. II ἱλαστήριον ἐπίθεμα, the mercy-seat, covering of the ark in the Holy of Holies, LXXEx.25.16(17): ἱλαστήριον alone as Subst., ib.Le.16.2,al., Ep.Hebr.9.5, cf. Ph.2.150. 2 (sc. ἀνάθημα) propitiatory gift or offering, Ep.Rom.3.25; of a monument, Inscr.Cos 81,347. 3 monastery, Men.Prot.p.15 D.
German (Pape)
[Seite 1251] versöhnend, Sp.; τὸ ἱλαστήριον, LXX u. N. T., der Gnadenstuhl.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλαστήριος: -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐπίθεμα), τό, τὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἀνάθημα), ἱλασμός, ἐξιλέωσις, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propitiatoire ; τὸ ἱλαστήριον NT sacrifice expiatoire, victime expiatoire.
Étymologie: ἱλάσκομαι.