ἰσόκοιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόκοιλος''': -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α. | |lstext='''ἰσόκοιλος''': -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />également creux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[κοῖλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with equal cavities, αὐλός Plu.2.1021a, Theo Sm.p.60 H.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1264] gleich hohl, αὐλός Plut. de an. procr. e Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόκοιλος: -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου μέχρι τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α.