κακοδαιμονία: Difference between revisions
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοδαιμονία''': Ἰων. -ίη, ἡ [[ἀτυχία]], [[δυστυχία]], ἀντίθετον τῷ [[εὐδαιμονία]], Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, [[μανία]], Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26. | |lstext='''κᾰκοδαιμονία''': Ἰων. -ίη, ἡ [[ἀτυχία]], [[δυστυχία]], ἀντίθετον τῷ [[εὐδαιμονία]], Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, [[μανία]], Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> possession par un mauvais esprit ; démence;<br /><b>2</b> malheur, infortune.<br />'''Étymologie:''' [[κακοδαίμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po.1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc. II possession by an evil spirit, Ar.Pl.501, X.Mem.2.3.19, D.2.20.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαθία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ ἀτυχία, δυστυχία, ἀντίθετον τῷ εὐδαιμονία, Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, μανία, Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 propr. possession par un mauvais esprit ; démence;
2 malheur, infortune.
Étymologie: κακοδαίμων.