καταναίω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταναίω''': ([[ναίω]]), [[κάμνω]] τινὰ νὰ κατοικήσῃ, [[κατοικίζω]]· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης [[αὐτόθι]] 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας [[αὐτοῦ]] κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς [[μέσος]], κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40
|lstext='''καταναίω''': ([[ναίω]]), [[κάμνω]] τινὰ νὰ κατοικήσῃ, [[κατοικίζω]]· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης [[αὐτόθι]] 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας [[αὐτοῦ]] κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς [[μέσος]], κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. épq.</i> [[κατένασσα]];<br />établir, placer sur <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταναίομαι (<i>ao.</i> [[κατενασσάμην]]) établir sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναίω]]¹.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταναίω Medium diacritics: καταναίω Low diacritics: καταναίω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΙΩ
Transliteration A: katanaíō Transliteration B: katanaiō Transliteration C: katanaio Beta Code: katanai/w

English (LSJ)

   A make to dwell, settle:—Act. only in poet. aor., κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes.Op.168; κ. ὑπὸ Χθονός Id.Th.6 20; γουνοῖσιν Νεμείης ib.329, cf. B.3.60:—aor. Med., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη A.Eu.929 (anap.):—Pass., only in aor., take up one's abode, dwell, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθη E.Ph.207 (lyr.); ἐν τῇ Χώρᾳ κατένασθεν (3pl.) Ar.V.662: so in aor. Med., ἐν Κέῳ κατενάσσατο A.R.2.520.    2 establish, βωμόν B.10.41.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. ναίω), trans. im aor. I. κατένασσα, Bewohner wohinsetzen, ansiedeln, Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes. O. 166, γουνοῖ. σιν κατένασσε Νεμείης Th. 329, ὑπὸ χθονός 620; so auch med. aor., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Aesch. Eum. 889; Ap. Rh. 2, 520, ἐν δὲ Κέῳ κατενάσσατο, in der Bdtg sich ansiedeln, wohnen, wie sonst der aor. pass., ἵν' ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Eur. Phoen. 215; Ar. Vesp. 862.

Greek (Liddell-Scott)

καταναίω: (ναίω), κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, κατοικίζω· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης αὐτόθι 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς μέσος, κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40

French (Bailly abrégé)

ao. épq. κατένασσα;
établir, placer sur ou dans;
Moy. καταναίομαι (ao. κατενασσάμην) établir sur ou dans.
Étymologie: κατά, ναίω¹.