καταξέω: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταξέω''': μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, [[καλῶς]] στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), [[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = [[καταξαίνω]] 2, ξεσχίζω, [[σπαράσσω]], σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104. | |lstext='''καταξέω''': μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, [[καλῶς]] στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), [[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = [[καταξαίνω]] 2, ξεσχίζω, [[σπαράσσω]], σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=polir en grattant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72. II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.