Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περιέχω]], [[περιβάλλω]], εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων [[μέλη]], χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
|lstext='''καταμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περιέχω]], [[περιβάλλω]], εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων [[μέλη]], χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
}}
{{bailly
|btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμπέχω Medium diacritics: καταμπέχω Low diacritics: καταμπέχω Capitals: ΚΑΤΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: katampéchō Transliteration B: katampechō Transliteration C: katampecho Beta Code: katampe/xw

English (LSJ)

and κατ-ίσχω,

   A encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel.853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover, τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταμπέχω: καὶ -ίσχω, περιέχω, περιβάλλω, εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: κατά, ἀμπέχω.