κερδαλέος: Difference between revisions
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερδᾰλέος''': -α, -ον, ([[κέρδος]]), ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν τεχνασμάτων αὐτῶν, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ποικίλος]], εὐφυής, κ. κ’ εἴη καὶ [[ἐπίκλοπος]] Ὀδ. Ν. 291· οὕτω, κ. βουλὴ Ἰλ. Κ. 44· [[μῦθος]] Ὀδ. Ζ. 148· νοήματα Θ. 548. 2) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Ἀρχίλ. 82 (παρὰ Πλάτ. Πολ. 365C)· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[κερδαλέη]], ὡς τὸ [[κερδώ]], ἡ [[πανοῦργος]], ἡ [[ἀλώπηξ]], Αἰλ. π. Ζ. 6. 64, κτλ.· ἀλλὰ κερδαλῆ, [[ὡσαύτως]], ἡ δορὰ ἀλώπεκος, τῇ λεοντῇ τὴν κ. ἐγκύπτειν Γρηγ. Ναζ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπικερδής, [[ὠφέλιμος]], κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 9. 7, 1· τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 594· ― τὸ κ. = [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1008, Θουκ. 2. 53. II. Ἐπίρρ. -[[λέως]], πρὸς ὠφέλειάν τινος, ἀντίθ. τῷ δικαίως, Θουκ. 3. 56. | |lstext='''κερδᾰλέος''': -α, -ον, ([[κέρδος]]), ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν τεχνασμάτων αὐτῶν, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ποικίλος]], εὐφυής, κ. κ’ εἴη καὶ [[ἐπίκλοπος]] Ὀδ. Ν. 291· οὕτω, κ. βουλὴ Ἰλ. Κ. 44· [[μῦθος]] Ὀδ. Ζ. 148· νοήματα Θ. 548. 2) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Ἀρχίλ. 82 (παρὰ Πλάτ. Πολ. 365C)· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[κερδαλέη]], ὡς τὸ [[κερδώ]], ἡ [[πανοῦργος]], ἡ [[ἀλώπηξ]], Αἰλ. π. Ζ. 6. 64, κτλ.· ἀλλὰ κερδαλῆ, [[ὡσαύτως]], ἡ δορὰ ἀλώπεκος, τῇ λεοντῇ τὴν κ. ἐγκύπτειν Γρηγ. Ναζ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπικερδής, [[ὠφέλιμος]], κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 9. 7, 1· τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 594· ― τὸ κ. = [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1008, Θουκ. 2. 53. II. Ἐπίρρ. -[[λέως]], πρὸς ὠφέλειάν τινος, ἀντίθ. τῷ δικαίως, Θουκ. 3. 56. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> lucratif, avantageux, utile ; τὸ κερδαλέον gain, profit;<br /><b>2</b> qui soigne ses intérêts ; rusé, astucieux;<br /><i>Cp.</i> κερδαλεώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (κέρδος) of persons and their arts,
A crafty, cunning, κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291; βουλή Il.10.44; μῦθος Od.6.148; νοήματα 8.548; of Ionian women, Aeschin.Socr.20. b esp. of the fox, Archil.89.5: hence ἡ κ. the wily one, the fox, Ael.NA6.64, etc.; cf. κερδώ 1. 2 of things, profitable, Pi.P.2.78, X.Mem.3.4.11, etc.; κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Hdt.9.7.ά; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.Av. 594, cf. Isoc.2.18; τὸ κ. A.Eu.1008 (anap.); κ. ἔς τι Th.2.53. II Adv. -λέως to one's advantage, opp. δικαίως, Id.3.56.
German (Pape)
[Seite 1423] 1) gewinnreich, ersprießlich, nützlich; βουλή Il. 10, 44; Pind. P. 2, 78; Aesch. Eum. 962; τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar. Av. 595; κερδαλεώτερόν ἐστι Her. 9, 7, 1; Plat. Crat. 417 b; ἐργασίαι Isocr. 2, 18. – Adv., Thuc. 3, 56. – 2) sich auf seinen Vortheil verstehend, listig, schlau; καὶ ἐπίκλοπος Od. 13, 291; μῦθος 6, 148; τὴν ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην Plat. Rep. II, 365 c. – S. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
κερδᾰλέος: -α, -ον, (κέρδος), ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν τεχνασμάτων αὐτῶν, δόλιος, πανοῦργος, ποικίλος, εὐφυής, κ. κ’ εἴη καὶ ἐπίκλοπος Ὀδ. Ν. 291· οὕτω, κ. βουλὴ Ἰλ. Κ. 44· μῦθος Ὀδ. Ζ. 148· νοήματα Θ. 548. 2) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Ἀρχίλ. 82 (παρὰ Πλάτ. Πολ. 365C)· ἐντεῦθεν ἡ κερδαλέη, ὡς τὸ κερδώ, ἡ πανοῦργος, ἡ ἀλώπηξ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 64, κτλ.· ἀλλὰ κερδαλῆ, ὡσαύτως, ἡ δορὰ ἀλώπεκος, τῇ λεοντῇ τὴν κ. ἐγκύπτειν Γρηγ. Ναζ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπικερδής, ὠφέλιμος, κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 9. 7, 1· τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 594· ― τὸ κ. = κέρδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1008, Θουκ. 2. 53. II. Ἐπίρρ. -λέως, πρὸς ὠφέλειάν τινος, ἀντίθ. τῷ δικαίως, Θουκ. 3. 56.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 lucratif, avantageux, utile ; τὸ κερδαλέον gain, profit;
2 qui soigne ses intérêts ; rusé, astucieux;
Cp. κερδαλεώτερος.
Étymologie: κέρδος.