κιννάβαρι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιννάβᾰρι''': νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον [[θεῖον]] καὶ ὑδράργυρον, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐρυθρὸν [[χρῶμα]] vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ [[αἷμα]] τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. [[τύπος]] κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· [[ὡσαύτως]] τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.
|lstext='''κιννάβᾰρι''': νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον [[θεῖον]] καὶ ὑδράργυρον, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐρυθρὸν [[χρῶμα]] vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ [[αἷμα]] τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. [[τύπος]] κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· [[ὡσαύτως]] τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.
}}
{{bailly
|btext=εως (τό) :<br />cinabre, vermillon.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. oriental.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννάβᾰρι Medium diacritics: κιννάβαρι Low diacritics: κιννάβαρι Capitals: ΚΙΝΝΑΒΑΡΙ
Transliteration A: kinnábari Transliteration B: kinnabari Transliteration C: kinnavari Beta Code: kinna/bari

English (LSJ)

[νᾰ], εως, τό,

   A cinnabar, bisulphuret of mercury, whence vermilion is obtained, Arist.Mete.378a26, Thphr.Lap.58, Dsc.5.94; thought by some to be serpent's blood, Dsc.l.c., Plin.HN33.116:—a masc.form κιννάβαρις, Anaxandr.14:—also τεγγάβαρι (q.v.).    2 = ἐρυθρόδανον, Ps.-Dsc.3.143 (-ρις).

Greek (Liddell-Scott)

κιννάβᾰρι: νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον θεῖον καὶ ὑδράργυρον, ὁπόθεν τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ αἷμα τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ ὄνομα τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. τύπος κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· ὡσαύτως τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.

French (Bailly abrégé)

εως (τό) :
cinabre, vermillon.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.