κορυθαίολος: Difference between revisions
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορῠθαίολος''': ([[οὕτως]] παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· ([[αἰόλλω]])· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν [[ταχέως]], δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· [[ἅπαξ]] τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. [[νείκη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 818. | |lstext='''κορῠθαίολος''': ([[οὕτως]] παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· ([[αἰόλλω]])· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν [[ταχέως]], δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· [[ἅπαξ]] τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. [[νείκη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 818. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[αἰόλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.