κορυφή: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορῠφή''': ἡ, ([[κόρυς]]), ἡ [[κεφαλή]], τὸ ἀνώτατον [[μέρος]], ἡ [[ἄκρα]], [[ἐντεῦθεν]], 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ [[ὀστέον]] τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. [[φαλακρότης]]. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[κορυφή]], τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) [[καθόλου]], πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν [[μέρος]], κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν [[ἵσταται]] ὁ [[ἥλιος]], ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]], τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) ἡ [[κορυφή]], apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ [[σημεῖον]] εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. [[μέρος]] Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = [[κόκκυξ]] IV, Πολυβ. Β΄, 183· [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἄκρον]] δακτύλου, [[αὐτόθι]] 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]], ἡ [[κορωνίς]], λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, [[εἶναι]] ὁ [[ἀνώτατος]], [[κάλλιστος]] πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ [[οὐσία]], ἡ ἀληθὴς [[σημασία]] τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. [[κολοφών]]· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ [[κρίσιμος]] [[κατάστασις]] [[αὐτοῦ]]..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ [[πόλεων]] Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν [[αὐτόθι]] 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91. | |lstext='''κορῠφή''': ἡ, ([[κόρυς]]), ἡ [[κεφαλή]], τὸ ἀνώτατον [[μέρος]], ἡ [[ἄκρα]], [[ἐντεῦθεν]], 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ [[ὀστέον]] τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. [[φαλακρότης]]. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[κορυφή]], τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) [[καθόλου]], πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν [[μέρος]], κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν [[ἵσταται]] ὁ [[ἥλιος]], ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]], τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) ἡ [[κορυφή]], apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ [[σημεῖον]] εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. [[μέρος]] Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = [[κόκκυξ]] IV, Πολυβ. Β΄, 183· [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἄκρον]] δακτύλου, [[αὐτόθι]] 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]], ἡ [[κορωνίς]], λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, [[εἶναι]] ὁ [[ἀνώτατος]], [[κάλλιστος]] πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ [[οὐσία]], ἡ ἀληθὴς [[σημασία]] τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. [[κολοφών]]· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ [[κρίσιμος]] [[κατάστασις]] [[αὐτοῦ]]..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ [[πόλεων]] Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν [[αὐτόθι]] 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sommet :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> sommet de la tête;<br /><b>2</b> sommet d’une montagne;<br /><b>3</b> sommet <i>en gén.</i> : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν [[ἐς]] τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; <i>en parl. du soleil</i> κατὰ κορυφήν au zénith;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> sommet, couronnement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]] bien entendu ; cf. [[κόρυμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (κόρυς)
A head, top: hence, 1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap.309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA491a34; τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2. 2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.), οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456; ὄρεος κορυφῇσι 3.10, cf. Alcm.60.1; κορυφαὶ γαίας B.5.24; κ. Οὐλύμποιο Il.1.499, cf. Ar.Nu.270; Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27; τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12; κ. πόληος Alc.Supp.17.6; ἀστρογείτονας κ. A.Pr.722, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99. 3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti.119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3. 4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti.21e; point of an angle, τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16, etc.; apex of a cone, Arist.Mete.362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def. 5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7. II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23; ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra.415a; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of... Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16. 2 height, excellence of... i.e. the choicest, best, κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9; φιάλαν . . πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79. 3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92. 4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφή: ἡ, (κόρυς), ἡ κεφαλή, τὸ ἀνώτατον μέρος, ἡ ἄκρα, ἐντεῦθεν, 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον ἄκρον, ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ ὀστέον τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. φαλακρότης. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ κορυφή, τὸ ἀνώτατον σημεῖον ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) καθόλου, πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν μέρος, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν ὑπεράνω τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν ἵσταται ὁ ἥλιος, ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν σημεῖον, τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) ἡ κορυφή, apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ σημεῖον εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. μέρος Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον σημεῖον κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = κόκκυξ IV, Πολυβ. Β΄, 183· ὡσαύτως, τὸ ἄκρον δακτύλου, αὐτόθι 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον σημεῖον, ἡ κορωνίς, λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, εἶναι ὁ ἀνώτατος, κάλλιστος πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ οὐσία, ἡ ἀληθὴς σημασία τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. κολοφών· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ κρίσιμος κατάστασις αὐτοῦ..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ πόλεων Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν αὐτόθι 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη δύναμις, ἐξουσία, κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
sommet :
I. au propre;
1 sommet de la tête;
2 sommet d’une montagne;
3 sommet en gén. : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; en parl. du soleil κατὰ κορυφήν au zénith;
II. fig. sommet, couronnement, achèvement.
Étymologie: DELG κόρυς bien entendu ; cf. κόρυμβος.