κολοφών
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A summit, top, finishing, κολοφῶνα ἐπιτιθέναι put the finishing touch to... Pl.Euthd.301e, Lg.673d; τὸν κ. προσβιβάζειν Id.Tht.153c; κ. ἐπάγειν τῷ λόγῳ Ael.NA13.12; κολοφὼν ἐπὶ τῷ λόγῳ εἰρήσθω Pl.Lg.674c; κ. τοῦ λόγου Com.Adesp.433; later κ. τῆς ἀσεβείας height of impiety, Jul.Gal.333c; of persons, ὁ κ. τῆς ἀδικίας the arch-criminal, Lib.Decl.30.12; τῶν ἀτοπημάτων κ. Zos.4.15. (Expld. by Str.14.1.28 from the belief that the cavalry of Colophon was so excellent that it always decided the contest.)
II sort of ball for playing with, Plu.2.526e.
III = κολοιός, Hsch.
2 kind of sea-fish, Id.
German (Pape)
[Seite 1475] ῶνος, ὁ, Gipfel, Spitze, übh. das Höchste, Letzte, der Schluß; κολοφὼν εἰρήσθω ἐπὶ τῷ λόγῳ Plat. Legg. II, 674 c, wo der Schol. es erkl. τὸ κῦρος τῆς ἐπικρίσεως; vgl. τὸν κολοφῶνα ταῖς ὑποσχέσεσιν ἐπέθηκας, Ep. III, 318 b, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen; öfter bei Sp., z. B. Plut. adv. Stoic. 12. – Nach Strab. XIV, 642 von der Stadt Kolophon, deren Reiterei den Ausschlag in mehreren Schlachten gegeben haben soll. S. nom. propr. – Bei Plut. de cup. div. 7 ein Werkzeug zu Leibesübungen.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 faîte, sommet, fig. couronnement, achèvement (d'une entreprise, d'un discours, etc.);
2 sorte de balle pour jouer.
Étymologie: DELG fait penser à κολώνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοφών -ῶνος, ὁ hoogtepunt, eindpunt:. κολοφῶνα ἐπιτιθέναι τινί de kroon op het werk zetten Plat. Lg. 673d.
Russian (Dvoretsky)
κολοφών: ῶνος ὁ
1 вершина, завершение, венец: οὗτος κ. ἐπὶ τῷ λόγῳ εἰρήσθω Plat. таково пусть будет заключение (моей) речи; τὸν κολοφῶνα προσβιβάζειν или ἐπιτιθέναι Plat. завершать, довершать; τὸν κολοφῶνα ταῖς ὑποσχέσεσιν ἐπιτιθέναι Plat. дополнить свои обещания еще одним;
2 мяч (принадлежность для гимнастических упражнений) Plut.
Greek Monotonic
κολοφών: -ῶνος, ὁ, ύψος, κορυφή, ύψιστο σημείο, τελείωση, κολοφῶνα ἐπιτιθέναι, βάζω την τελευταία «πινελιά» σε κάτι, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
κολοφών: -ῶνος, ὁ, ὕψος, κορυφή, τὸ ὕψιστον σημεῖον, τὸ τέλος, κολοφῶνα ἐπιτιθέναι, ὡς τὸ θριγκὸν ἐπιτιθέναι, περατῶσαι..., Πλάτ. Εὐθύδικ. 301Ε, Νόμ. 673D· τὸν κολοφῶνα προσβιβάζειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 153C· κ. ἐπάγειν τῷ λόγῳ Αἰλ. π. Ζ. 13. 12· κολοφὼν ἐπὶ τῷ λόγῳ εἰρήσθω Πλάτ. Νόμ. 674C· πρβλ. κορυφὴ ΙΙ, κορωνὶς ΙΙ. 2· ― (ἡ χρῆσις αὕτη ἀποδίδεται κατὰ τὸν Στράβ. 643 εἰς τὸ ὅτι ἐπιστεύετο ὅτι τὸ ἱππικὸν τῶν Κολοφωνίων ἦτο τοσοῦτον ἔξοχον, ὥστε ἀείποτε ἀπεφάσιζε τὴν νίκην). ΙΙ. παρὰ Πλουτ. εἶδος σφαίρας παιγνιδίου, 2. 526Ε. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως = κολοιός, καὶ εἶδος θαλασσίου ἰχθύος.
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: summit, top, pinnacle, only metaph. (Pl., Com. Adesp., Str.), after H. also = κολιός (i. e. κελεός; s. v.) and ἰχθῦς θαλάσσιος;
Derivatives: κολοφωνέω crown a work (Steph. in Hp.). As GN town in Ionia; Κολοφώνιος from K., inhabitant of K.s.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A connection with κολωνός, through *κολαφών < IE. *koln̥-bho- (Brugmann Grundr.2 2: 1, 301) is strongly endangered by the Anatolian placename, which points to foreign origin, s. Chantraine Formation 162.
Middle Liddell
κολοφών, ῶνος,
a summit, top, finishing, κολοφῶνα ἐπιτιθέναι, to put the finishing stroke to a thing, Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κολοφών: -ῶνος
{kolophṓn}
Grammar: m.
Meaning: Gipfel, Spitze, Höhepunkt, nur figürlich (Pl., Kom. Adesp., Str. u. a.), nach H. auch = κολιός (d. h. κελεός; s. d.) und ἰχθῦς θαλάσσιος; κολοφωνέω dem Werke die Krone aufsetzen (Steph. in Hp.). Als EN Stadt Ioniens; Κολοφώνιος ‘aus K., Bewohner K.s'.
Etymology: Die sonst naheliegende Verbindung mit κολωνός über *κολαφών aus idg. *qoln̥-bho- (seit Brugmann Grundr.2 2: 1, 301) wird durch den kleinasiatischen Stadtnamen stark gefährdet, der zweifellos für fremde Herkunft spricht, s. Chantraine Formation 162 m. Lit. Vgl. moderne LW wie nhd. Kulm, kulminieren, Klimax, frz. apogée.
Page 1,904
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κορυφή, τό ὕψιστο σημεῖο). Ἔχει σχέση μέ τό κολωνός (=λόφος).