κρῖμα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῖμα''': τό, ([[κρίνω]]) [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· [[ἀπόφασις]] καταδικαστική, [[καταδίκη]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, [[ζήτημα]], οὐκ εὔκριτον τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· [[δίκη]], Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = [[κρίσις]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα [[μετὰ]] ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
|lstext='''κρῖμα''': τό, ([[κρίνω]]) [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· [[ἀπόφασις]] καταδικαστική, [[καταδίκη]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, [[ζήτημα]], οὐκ εὔκριτον τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· [[δίκη]], Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = [[κρίσις]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα [[μετὰ]] ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d’une contestation, contestation, querelle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1509] τό, so ist die Quantität bei Aesch.; Nonn. par. 9, 176 braucht ι kurz, u. so findet sich oft κρίμα geschrieben; die Entscheidung, das Urtheil; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. Suppl. 392, wo ι lang ist; ἐγκαλοῦντες τοῖς κρίμασι ὡς παραβεβραβευμένοις Pol. 24, 1, 12; Sp., wie N. T., auch = Verurtheilung, παρέδωκαν αὐτον εἰς κρῖμα θανάτου Ev. Luc. 24, 20. – Bei den LXX auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz.

Greek (Liddell-Scott)

κρῖμα: τό, (κρίνω) ἀπόφασις, κρίσις, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· ἀπόφασις καταδικαστική, καταδίκη, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, ζήτημα, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· δίκη, Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = κρίσις, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ ὅμως ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα μετὰ ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet d’une contestation, contestation, querelle;
2 p. ext. jugement, décision.
Étymologie: κρίνω.