κρίνον: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρίνον''': ῐ, τό, [[κρίνον]] οἱουδήποτε εἴδους («ζαμπάκι»), ἐνῷ [[λείριον]] [[εἶναι]] τὸ λευκὸν [[κρίνον]], πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3· ἐν τῷ πληθ. ἔχομεν τὸν ἑτερόκλ. τύπον κρίνεα, Ἡρόδ. 2. 92· δοτ. κρίνεσιν, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 911, κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἑν. ὀνομαστ. οὐδετ. κρίνος, τό· ― [[παροιμία]]: κρίνου γυμνότερος Ἰουλιαν. 181Β· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πτωχοῦ ἀνθρώπου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 197, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] χορικῆς ὀρχήσεως παρ’ Ἀπολλοφάνει ἐν «Δαλίδι» 2. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 114F. | |lstext='''κρίνον''': ῐ, τό, [[κρίνον]] οἱουδήποτε εἴδους («ζαμπάκι»), ἐνῷ [[λείριον]] [[εἶναι]] τὸ λευκὸν [[κρίνον]], πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3· ἐν τῷ πληθ. ἔχομεν τὸν ἑτερόκλ. τύπον κρίνεα, Ἡρόδ. 2. 92· δοτ. κρίνεσιν, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 911, κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἑν. ὀνομαστ. οὐδετ. κρίνος, τό· ― [[παροιμία]]: κρίνου γυμνότερος Ἰουλιαν. 181Β· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πτωχοῦ ἀνθρώπου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 197, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] χορικῆς ὀρχήσεως παρ’ Ἀπολλοφάνει ἐν «Δαλίδι» 2. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 114F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>pl. irrég.</i> [[κρίνη]];<br />lis, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot emprunté d’origine inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], τό, heterocl. pl.
A κρίνεα Hdt.2.92; dat. κρίνεσιν Cratin. 98, Ar.Nu.911, etc.:—white lily, Lilium candidum, Thphr.HP6.6.8, Theoc.11.56, Nic.Fr.74.27, Dsc.3.102; κ. πορφυροῦν Turk's cap lily, L. chalcedonicum, Thphr.HP6.6.3, cf. Dsc.l.c.: prov., κρίνου γυμνότερος Jul.Or.6.181c: hence, of a needy man, Poll.6.197, etc.: symbolic of death, v. κολοκύντη. 2 Egyptian bean, Nelumbium speciosum, Hdt.2.92. II kind of choral dance, Apolloph.2. III kind of loaf, Ath.3.114f. IV architectural ornament, IG11(2).161 A72 (Delos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κρίνον: ῐ, τό, κρίνον οἱουδήποτε εἴδους («ζαμπάκι»), ἐνῷ λείριον εἶναι τὸ λευκὸν κρίνον, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3· ἐν τῷ πληθ. ἔχομεν τὸν ἑτερόκλ. τύπον κρίνεα, Ἡρόδ. 2. 92· δοτ. κρίνεσιν, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 911, κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ἑν. ὀνομαστ. οὐδετ. κρίνος, τό· ― παροιμία: κρίνου γυμνότερος Ἰουλιαν. 181Β· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ πτωχοῦ ἀνθρώπου, Πολυδ. Ϛ΄, 197, κτλ. ΙΙ. εἶδος χορικῆς ὀρχήσεως παρ’ Ἀπολλοφάνει ἐν «Δαλίδι» 2. ΙΙΙ. εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 114F.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pl. irrég. κρίνη;
lis, fleur.
Étymologie: DELG mot emprunté d’origine inconnue.