κωπηλατέω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωπηλᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]], [[οἷον]] ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ [[τρυπάνιον]], διπλοῖν χαλινεῖν [[τρύπανον]] κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461. | |lstext='''κωπηλᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]], [[οἷον]] ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ [[τρυπάνιον]], διπλοῖν χαλινεῖν [[τρύπανον]] κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />ramer.<br />'''Étymologie:''' [[κωπηλάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
A pull an oar, row, opp. κυβερνῆσαι, Arist.Rh.Al.1435a28, cf. Plb.1.2.1, etc. 2 metaph., of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger, τρύπανον κ. E.Cyc.461.
German (Pape)
[Seite 1546] die Ruder in Bewegung setzen, rudern, Pol. 1, 21, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 40; übertr., ναυπηγίαν δ' ὡςεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Eur. Cycl. 460, den Bohrer in Bewegung setzen.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, οἷον ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ τρυπάνιον, διπλοῖν χαλινεῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ramer.
Étymologie: κωπηλάτης.