Λακεδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Λᾰκεδαίμων''': -ονος, ἡ, κλητ. ον, Πινδ. Π. 10. 1· ― ἡ πρωτεύουσα τῆς Λακωνίας· [[ὡσαύτως]] αὐτὴ ἡ Λακωνία, Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ., πρβλ. Müller Dor. 1. 4, 93· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., Διὸς Λακεδαίμονος Ἡρόδ. 6. 56· Λακ. γῆς Εὐρ. Ἠλ. 474· ἀλλ. ὁμαλ. ἐπίθ. Λακεδαιμόνιος, α, ον, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ., κτλ.· [[Λακωνικός]], κεῖται κοινῶς ἐπὶ πραγμάτων· ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 24. (Ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Κουρτ. εἰς τὸ *λάξ, λακός, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ὡς = [[φάραγξ]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[τότε]] αὐτὴ ἡ [[λέξις]] περιέχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου, [[κητώεις]], ὃ ἴδε.)
|lstext='''Λᾰκεδαίμων''': -ονος, ἡ, κλητ. ον, Πινδ. Π. 10. 1· ― ἡ πρωτεύουσα τῆς Λακωνίας· [[ὡσαύτως]] αὐτὴ ἡ Λακωνία, Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ., πρβλ. Müller Dor. 1. 4, 93· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., Διὸς Λακεδαίμονος Ἡρόδ. 6. 56· Λακ. γῆς Εὐρ. Ἠλ. 474· ἀλλ. ὁμαλ. ἐπίθ. Λακεδαιμόνιος, α, ον, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ., κτλ.· [[Λακωνικός]], κεῖται κοινῶς ἐπὶ πραγμάτων· ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 24. (Ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Κουρτ. εἰς τὸ *λάξ, λακός, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ὡς = [[φάραγξ]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[τότε]] αὐτὴ ἡ [[λέξις]] περιέχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου, [[κητώεις]], ὃ ἴδε.)
}}
{{bailly
|btext=ονος (ἡ) :<br /><b>1</b> Lacédémone, <i>capitale de la Laconie</i>;<br /><b>2</b> contrée du Péloponnèse, autre nom de la Laconie.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκεδαίμων Medium diacritics: Λακεδαίμων Low diacritics: Λακεδαίμων Capitals: ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Lakedaímōn Transliteration B: Lakedaimōn Transliteration C: Lakedaimon Beta Code: *lakedai/mwn

English (LSJ)

ονος, ἡ, voc. -ον v.l. in Pi.P.10.1:—Lacedaemon, the capital of Laconia, Od.13.414, etc.; also, Laconia itself, Il.2.581, Hdt.1.67, etc.: also as Adj.,

   A Διὸς Λακεδαίμονος Id.6.56; Λ. γῆς E.Hel.474:—but regul. Adj. Λακεδαιμόνιος, α, ον, of persons, Hdt.7.228, etc., Λακωνικός being commonly used of things; but Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Call.Lav.Pall.24.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκεδαίμων: -ονος, ἡ, κλητ. ον, Πινδ. Π. 10. 1· ― ἡ πρωτεύουσα τῆς Λακωνίας· ὡσαύτως αὐτὴ ἡ Λακωνία, Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ., πρβλ. Müller Dor. 1. 4, 93· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Διὸς Λακεδαίμονος Ἡρόδ. 6. 56· Λακ. γῆς Εὐρ. Ἠλ. 474· ἀλλ. ὁμαλ. ἐπίθ. Λακεδαιμόνιος, α, ον, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ., κτλ.· Λακωνικός, κεῖται κοινῶς ἐπὶ πραγμάτων· ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 24. (Ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Κουρτ. εἰς τὸ *λάξ, λακός, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ὡς = φάραγξ· εἰ οὕτως ἔχει, τότε αὐτὴ ἡ λέξις περιέχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου, κητώεις, ὃ ἴδε.)

French (Bailly abrégé)

ονος (ἡ) :
1 Lacédémone, capitale de la Laconie;
2 contrée du Péloponnèse, autre nom de la Laconie.