μαδάω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδάω''': μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ [[μαλακός]], ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», [[ἐκπίπτω]], Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι [[φαλακρός]], Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. [[μαδίζω]], [[μυδάω]]. (Πρβλ. [[μαδός]], [[μαδαρός]]· Λατ. madeo, madesco, madidus, καὶ [[ἴσως]] τὸ manare.)
|lstext='''μᾰδάω''': μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ [[μαλακός]], ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», [[ἐκπίπτω]], Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι [[φαλακρός]], Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. [[μαδίζω]], [[μυδάω]]. (Πρβλ. [[μαδός]], [[μαδαρός]]· Λατ. madeo, madesco, madidus, καὶ [[ἴσως]] τὸ manare.)
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tomber <i>en parl. des cheveux</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Μαδ, être humide ; cf. <i>lat.</i> madeo.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδάω Medium diacritics: μαδάω Low diacritics: μαδάω Capitals: ΜΑΔΑΩ
Transliteration A: madáō Transliteration B: madaō Transliteration C: madao Beta Code: mada/w

English (LSJ)

   A to be moist or sodden, of a disease in fig-trees, Thphr.HP4.14.5.    2 of hair, fall off, Ael.NA15.18; of persons, to be bald, Ar.Pl.266, Longus 3.32, cf. Gal.16.88; μ. τὰς τρίχας Sotion p.186 W.; ἐάν τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλή LXX Le.13.40: abs., ἐὰν μαδήσῃ if there is baldness, Hp.Mul.2.189.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ μαλακός, ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», ἐκπίπτω, Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι φαλακρός, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. μαδίζω, μυδάω. (Πρβλ. μαδός, μαδαρός· Λατ. madeo, madesco, madidus, καὶ ἴσως τὸ manare.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber en parl. des cheveux.
Étymologie: R. Μαδ, être humide ; cf. lat. madeo.