λιθόσπερμον: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόσπερμον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, [[σπέρμα]] δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.
|lstext='''λῐθόσπερμον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, [[σπέρμα]] δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lithosperme, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[σπέρμα]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόσπερμον Medium diacritics: λιθόσπερμον Low diacritics: λιθόσπερμον Capitals: ΛΙΘΟΣΠΕΡΜΟΝ
Transliteration A: lithóspermon Transliteration B: lithospermon Transliteration C: lithospermon Beta Code: liqo/spermon

English (LSJ)

τό,

   A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.

German (Pape)

[Seite 46] τό, Steinsaamen, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόσπερμον: τό, φυτόν τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, σπέρμα δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lithosperme, plante.
Étymologie: λίθος, σπέρμα.