μεσημβρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσημβρία''': (ἀντὶ μεσημερία), Ἰων. [[μεσαμβρίη]], ἡ: [[μέση]] [[ἡμέρα]], μεσημέριον, Ζεύς... ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας [[φάος]] Ἀρχίλ. 74 [31]· ἐν μεσημβρίας θάλπει· Αἰσχύλ. Ἱκ. 746· ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίας Ἡρόδ. 3. 104· μεσαμβρίης, τῇ μεσαμβρίᾳ, [[αὐτόθι]]· ἔτρωγ’ ἵνα κάμνοι σῦκα τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 3· τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Σφ. 500· οὕτω, τῇ μεσημβρίῃ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν μεσημβρίῃ Θουκ. 6. 100, Πλάτ. κλ.· ἅμα μεσημβρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1· ἐκ μεσημβρίας, εὐθὺς [[μετὰ]] μεσημβρίαν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β· σμικρόν τι [[μετὰ]] μεσημβρίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1409· ἤδη ἦν μ. Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. [[ἵσταται]], [[εἶναι]] ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 242Α· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. ἡ [[μεσημβρία]], τὸ [[νότιον]] [[σημεῖον]] τοῦ ὁρίζοντος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄρκτον, [[Ἑκαταῖος]] 78, Ἡρόδ. 1. 6, 142· τὰ πρὸς μεσημβρίην 7. 131.
|lstext='''μεσημβρία''': (ἀντὶ μεσημερία), Ἰων. [[μεσαμβρίη]], ἡ: [[μέση]] [[ἡμέρα]], μεσημέριον, Ζεύς... ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας [[φάος]] Ἀρχίλ. 74 [31]· ἐν μεσημβρίας θάλπει· Αἰσχύλ. Ἱκ. 746· ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίας Ἡρόδ. 3. 104· μεσαμβρίης, τῇ μεσαμβρίᾳ, [[αὐτόθι]]· ἔτρωγ’ ἵνα κάμνοι σῦκα τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 3· τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Σφ. 500· οὕτω, τῇ μεσημβρίῃ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν μεσημβρίῃ Θουκ. 6. 100, Πλάτ. κλ.· ἅμα μεσημβρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1· ἐκ μεσημβρίας, εὐθὺς [[μετὰ]] μεσημβρίαν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β· σμικρόν τι [[μετὰ]] μεσημβρίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1409· ἤδη ἦν μ. Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. [[ἵσταται]], [[εἶναι]] ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 242Α· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. ἡ [[μεσημβρία]], τὸ [[νότιον]] [[σημεῖον]] τοῦ ὁρίζοντος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄρκτον, [[Ἑκαταῖος]] 78, Ἡρόδ. 1. 6, 142· τὰ πρὸς μεσημβρίην 7. 131.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> le milieu du jour, midi : [[ἐν]] μεσημβρίᾳ XÉN à midi ; μεσαμβρίης HDT, [[τῇ]] μεσαμβρίῃ HDT <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> le midi, le sud.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἡμέρα]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβρία Medium diacritics: μεσημβρία Low diacritics: μεσημβρία Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΑ
Transliteration A: mesēmbría Transliteration B: mesēmbria Transliteration C: mesimvria Beta Code: meshmbri/a

English (LSJ)

(μέσος, ἡμέρα), Ion. μεσαμβρίη Hdt. (v. infr.), Arr. Ind.3.8, al.: ἡ:—

   A midday, Ζεὺς ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτα Archil.74. 3; ἐν μεσημβρίας θάλπει A.Supp.746; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης Hdt.3.104; μεσαμβρίης at noon, ibid.; ἔτρωγ' . . σῦκα τῆς μεσημβρίας Ar.Fr.463, cf. Eub.106, Pherecr.80, Ar.V.500; τῇ μεσαμβρίῃ Hdt. l.c.; ἐν μεσημβρίᾳ Th.6.100; νύκτα ἐν μ. ἐπαγόμενοι Pl.Lg.897d; ἅμα μεσημβρίᾳ X.HG5.3.1; ἐκ μεσημβρίας just after noon, Pl.Ax. 372; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar.Av. 1499; ἤδη ἦν μ. Pl.Smp. 220c; μ. ἵσταται 'tis high noon, Id.Phdr.242a.    II the South, Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης Hecat.108 J.; [ποταμὸς] ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης Hdt.1.6; κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην ib.142; τὰ πρὸς μ. Id.7.113, cf.IG7.3073.95 (Lebad., ii B. C.). [μεσημβρῑη APl.4.369.]

German (Pape)

[Seite 137] ἡ (ἡμέρα, eigtl. μεσημερία), ion. μεσαμβρίη, Mittag; 1) Tageszeit; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499; τῆς μεσημβρίας, Mittags, Vesp. 500, wie μεσαμβρίης Her. 3, 104; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης, von der im Mittag stehenden u. sich zum Abend abwärts neigenden Sonne hergenommen, Nachmittags, ibd.; vgl. Plat. Phaedr. 242 a, ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται σταθερά; Thuc. 2, 28; Xen. u. Folgde; auch übertr., wie bei uns, μεσ. τοῦ βίου, VLL. – 2) Himmelsgegend, Süden, Her. 1, 6. 142 u. Sp. – [Ι ist lang gebraucht Ep. in athlet. stat. 45 (Plan. 369).]

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρία: (ἀντὶ μεσημερία), Ἰων. μεσαμβρίη, ἡ: μέση ἡμέρα, μεσημέριον, Ζεύς... ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος Ἀρχίλ. 74 [31]· ἐν μεσημβρίας θάλπει· Αἰσχύλ. Ἱκ. 746· ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίας Ἡρόδ. 3. 104· μεσαμβρίης, τῇ μεσαμβρίᾳ, αὐτόθι· ἔτρωγ’ ἵνα κάμνοι σῦκα τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 3· τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Σφ. 500· οὕτω, τῇ μεσημβρίῃ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν μεσημβρίῃ Θουκ. 6. 100, Πλάτ. κλ.· ἅμα μεσημβρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1· ἐκ μεσημβρίας, εὐθὺς μετὰ μεσημβρίαν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β· σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1409· ἤδη ἦν μ. Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. ἵσταται, εἶναι ἀκριβῶς μεσημβρία, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 242Α· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. ἡ μεσημβρία, τὸ νότιον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄρκτον, Ἑκαταῖος 78, Ἡρόδ. 1. 6, 142· τὰ πρὸς μεσημβρίην 7. 131.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 le milieu du jour, midi : ἐν μεσημβρίᾳ XÉN à midi ; μεσαμβρίης HDT, τῇ μεσαμβρίῃ HDT m. sign.
2 le midi, le sud.
Étymologie: μέσος, ἡμέρα.