μήτοι: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήτοι''': ἢ μή τοι, [[τύπος]] ἰσχυρότερος τοῦ μή, [[μετὰ]] προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518. | |lstext='''μήτοι''': ἢ μή τοι, [[τύπος]] ἰσχυρότερος τοῦ μή, [[μετὰ]] προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj.,
A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.folld. by γε, at least not, R.352c, 388b. 2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι . . αἰσχύνειν φίλους S.El.518.
German (Pape)
[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.