μονώψ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονώψ''': -ῶπος, (οὐχὶ [[μόνωψ]]. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. [[τυφλώψ]]), Ἰων. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. [[μονόμματος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28. | |lstext='''μονώψ''': -ῶπος, (οὐχὶ [[μόνωψ]]. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. [[τυφλώψ]]), Ἰων. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. [[μονόμματος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’un œil.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ,
A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, ὁ, bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.
German (Pape)
[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.