μυθίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθίζω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[μυθέομαι]], Δωρ. [[μυθίσδω]], Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. [[μυσίδδω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι [[αὐτόθι]] 981· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189. | |lstext='''μῡθίζω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[μυθέομαι]], Δωρ. [[μυθίσδω]], Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. [[μυσίδδω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι [[αὐτόθι]] 981· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.</i><br /><i>c.</i> [[μυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A = μυθέομαι, Dor.μυθίσδω Theoc. 10.58, 20.11; Lacon. μυσίδδω Ar.Lys.94, 1076: aor. μυσίξαι ib.981:— Med., ψεύδεα κατὰ πάντων μ. Perict. ap. Stob.4.28.19, cf. Orph.A. 191.
German (Pape)
[Seite 214] = μυθεύω, Strat. 23 (XII, 281). – Auch im med., Orph. Arg. 189 u. a. sp. D. S. das lakon. μυσίδδω.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθίζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. μυσίδδω Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι αὐτόθι 981· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.
c. μυθέομαι.