μυρρίς: Difference between revisions
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3. | |lstext='''μυρρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte de plante semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.