ναυσιπέρατος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυσῐπέρᾱτος''': Ἰων. [[νηυσιπέρητος]], ον, = [[ναυσίπορος]], [[πλωτός]], ἢ ([[ἴσως]]) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι [[διῃρημένως]], ναυσὶ [[περατός]], νηυσὶ [[περητός]]. | |lstext='''ναυσῐπέρᾱτος''': Ἰων. [[νηυσιπέρητος]], ον, = [[ναυσίπορος]], [[πλωτός]], ἢ ([[ἴσως]]) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι [[διῃρημένως]], ναυσὶ [[περατός]], νηυσὶ [[περητός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />traversé par des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[περατός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. νηυσιπέρητος, ον,
A navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.