προσβραχής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσβρᾰχής''': -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἡμαρτημένως]] προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540. | |lstext='''προσβρᾰχής''': -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἡμαρτημένως]] προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />peu profond ; guéable.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βράχος]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A somewhat shallow, Str.6.3.6, al.
German (Pape)
[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.
Greek (Liddell-Scott)
προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.