ὀπισθοφυλακέω: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπισθοφῠλακέω''': φυλάττω τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, [[αὐτόθι]] 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297. | |lstext='''ὀπισθοφῠλακέω''': φυλάττω τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, [[αὐτόθι]] 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être à l’arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπισθοφύλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8 ; of the pillar of cloud, Ph.2.109. II command it, X.An.2.3.10, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être à l’arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.