ὅθι: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅθῐ''': ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν [[τόθι]] καὶ τὸ ἐρωτημ. [[πόθι]]· (ἴδε [[τόθι]]). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, [[ὅπου]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι [[συχνάκις]] ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211]. | |lstext='''ὅθῐ''': ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν [[τόθι]] καὶ τὸ ἐρωτημ. [[πόθι]]· (ἴδε [[τόθι]]). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, [[ὅπου]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι [[συχνάκις]] ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />où, là où ; avec un gén. : [[ὅθι]] αὐλῆς OD dans l’endroit de la cour où ; [[ὅθι]] περ, là même où.<br />'''Étymologie:''' [[ὅς]], -θι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
relat. Adv., poet. for οὗ,
A where, Il.2.722, Od.14.73, 397, al. ; also ὅ. περ Il.2.861, al., Pi.Fr.77: used by Trag. only in lyr., exc. S. El.709 : rare in Prose, Pl.Thg.125a; ὅ. περ Id.Phd.108b ; found in Arc. Prose, IG5(2).16.12(Tegea, iii B. C.). [In Hom.ι is freq. elided ; and so S.l.c. (s.v.l.).]
German (Pape)
[Seite 296] = οὗ, correl. zu πόθι, wo, woselbst, als relat.; ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 2, 722, öfter; auch ὅθι περ, wo ja, 2, 861; bei den Tragg. nur in lyr. Stellen, Soph. O. C. 1048 Eur. I. A. 547 u. öfter; selten in Prosa, ὅθι περ Plat. Phaed. 188 b. [Bei Hom. das ι oft elidirt, lang Theocr. 25, 211.]
Greek (Liddell-Scott)
ὅθῐ: ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν τόθι καὶ τὸ ἐρωτημ. πόθι· (ἴδε τόθι). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, ὅπου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· ὡσαύτως, ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι συχνάκις ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211].
French (Bailly abrégé)
adv.
où, là où ; avec un gén. : ὅθι αὐλῆς OD dans l’endroit de la cour où ; ὅθι περ, là même où.
Étymologie: ὅς, -θι.