ὁμόφυλος: Difference between revisions
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ [[ὁμοεθνής]], ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· [[φιλία]] ὁμόφ., [[φιλία]] πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. [[Ζεὺς]] Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = [[ὁμοφυλία]], Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12. | |lstext='''ὁμόφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ [[ὁμοεθνής]], ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· [[φιλία]] ὁμόφ., [[φιλία]] πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. [[Ζεὺς]] Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = [[ὁμοφυλία]], Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, <i>p. crase</i> [[θοὐμόφυλον]] EUR communauté de race;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> de même famille, de même espèce.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φῦλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of the same race or stock, akin (wider in sense than ὁμοεθνής, q.v.), Hp.Aër.12, Th.1.141, etc.; opp. ἀλλόφυλος, Epicur.Sent.39 ; οἱ ὁ. those of the same race, X.Cyr.5.4.27 ; φιλία ὁ. friendship based on kinship, E.HF 1200 (lyr.), Pl.Mx.244a ; ὁ. Ζεύς Id.Lg.843a; θοὑμόφυλον, = ὁμοφυλία, E.IT346, Decr. ap. D.18.186 ; τὸ μὴ ὁ. a city peopled by different races, Arist.Pol.1303a25. 2 generally, of the same breed or kind, ἀρχαὶ οὐχ ὁ. Philol.6 ; ὄρνιθες X.Cyr.1.6.39 ; ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁ. ib.8.7.20, cf. Arist.Mu.396b10 ; [τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁ. homogeneous matter, Id.Cael.307b1, cf. GC329b28.
German (Pape)
[Seite 342] von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; θοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιθες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεθνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ αὐτοῦ γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ ὁμοεθνής, ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· φιλία ὁμόφ., φιλία πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. Ζεὺς Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) καθόλου, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι αὐτόθι 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, p. crase θοὐμόφυλον EUR communauté de race;
2 en parl. d’animaux de même famille, de même espèce.
Étymologie: ὁμός, φῦλον.