ὁμόλεκτρος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόλεκτρος''': -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, [[ὁμόκοιτος]], γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· [[ἀλλά]], Ζηνὸς ὁμόλεκτρον [[κάρα]], ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] 476. | |lstext='''ὁμόλεκτρος''': -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, [[ὁμόκοιτος]], γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· [[ἀλλά]], Ζηνὸς ὁμόλεκτρον [[κάρα]], ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] 476. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui partage le même lit : époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[λέκτρον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμοδέμνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing the same bed, γυνή E.Or.508 ; but Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareos, as husband of Leda, ib.476 : Subst., wife, AP7.295 (Leon.), IG12(5).307 (Paros), Ath.Mitt.49.117 (Argos).
German (Pape)
[Seite 337] von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόλεκτρος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, ὁμόκοιτος, γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· ἀλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, αὐτόθι 476.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage le même lit : époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, λέκτρον.
Syn. ὁμοδέμνιος.