ὁμογάλακτες: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμογάλακτες''': οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ [[γάλα]]· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
|lstext='''ὁμογάλακτες''': οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ [[γάλα]]· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γάλα]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάλακτες Medium diacritics: ὁμογάλακτες Low diacritics: ομογάλακτες Capitals: ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΕΣ
Transliteration A: homogálaktes Transliteration B: homogalaktes Transliteration C: omogalaktes Beta Code: o(moga/laktes

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ,

   A persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters : hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perh. rightly, cf. γάλα.)

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.