παρακολούθησις: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰκολούθησις''': ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ [[σχέσις]], τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1.
|lstext='''παρᾰκολούθησις''': ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ [[σχέσις]], τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[παρακολουθέω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκολούθησις Medium diacritics: παρακολούθησις Low diacritics: παρακολούθησις Capitals: ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ
Transliteration A: parakoloúthēsis Transliteration B: parakolouthēsis Transliteration C: parakoloythisis Beta Code: parakolou/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A following closely, interrelation, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Arist.APo.99a30.    2 κατὰ -ησιν as an incidental result, Chrysipp.Stoic.2.336.    II following with the mind, understanding, Plu.2.1144b, Arr.Epict.1.6.13, A.D.Synt.37.16, M.Ant.3.1; διὰ τὴν τῶν πολλῶν π. Gal.6.817; ῥᾴονος ἕνεκα π. Nicom.Harm.1; διὰ τὸ μὴ ἔχειν -ήσεις, of a mentally defective person, Mitteis Chr.96 ii 8 (iv A.D.).    2 inference, αἱ πολιτικαὶ ἐκ τῆσι στορίας π. Phld.Rh.1.122 S.    3 awareness, consciousness, Plot. 1.4.10 (pl.),3.9.3, 4.3.26.

German (Pape)

[Seite 484] ἡ, das Folgen, Erfolgen, Sp.; oft Epict.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰκολούθησις: ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ σχέσις, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― ὡσαύτως τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
intelligence.
Étymologie: παρακολουθέω.