παραρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρρέω''': μέλλ.-ρεύσομαι: ἀόρ.-ερρύην: πρκμ.-ερρύηκα. ― Ρέω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ῥέων, μετ’ αἰτ., τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 2. 150., 6. 20, κτλ.· ἀπολ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· παροιμ., [[ὕδωρ]] παραρρέει, τὸ τοῦ Ὁρατίου labitur et labetur, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 14. ΙΙ. [[ἐκπίπτω]] πλησίον, ἐξολισθαίνω, εἴ τί μοι τόξων..παρερρύηκε Σοφ. Φ. 653· ὅτῳ μὴ παραρρυείη [ἡ χιὼν], εἰς ὅν τινα δὲν ἐρρύη εἰς τὰ πλάγια ἡ [[χιών]], Ξεν. Ἀν. 4.4, 11· - [[διαφεύγω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν μνήμην, πολλὰ ἡμῖν παρέρρει Πλάτ. Νόμ. 781Α· μετ’ αἰτ., πολλὰ παρερρύηκεν ἡμᾶς Κλήμ. Ἀλ. 324· ἀπολ., εἴ τι παραρρυὲν λάθῃ Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5· φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας, ἐκλιπούσας ἐκ τῆς μνήμης, Γεωπον. ἐν τῷ Προοιμ. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν, χάνει τὰς φρένας, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ., 1. 6, ἴδε ἐν λέξει [[ἐκπλέω]]· - [[ὡσαύτως]] ἀμελῶ, παραμελῶ, παραρρυῆναι τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 288, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 2. 1. ΙΙΙ. ῥέων [[παρέρχομαι]], ῥέω [[παρά]] τι χωρὶς νὰ [[παραμένω]], ἐν τοῖς πυρετοῖς διδόναι δεὶ τὸ [[ποτὸν]] [[πολλάκις]] καὶ κατ’ ὀλίγον· τὸ μὲν γὰρ πολὺ παραρρεῖ, τὸ δὲ ὀλίγον μὲν [[πολλάκις]] δὲ διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Ἀριστ. Προβλ. 1. 55· τῆς τροφῆς εἰσιούσης σπάνιόν τι εἰς τὴν ἀρτηρίαν παραρρεῖ, πλαγίως εἰσρέει, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· μεταφορ., λόγοι ψευδεῖς παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς Δημ. 170.25, πρβλ. Πλούτ. 3. 969Ε. IV. φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι, σαθραὶ καὶ συγκεχυμέναι, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]], παρερρωγυῖαι· ἴδε [[παραρρήγνυμι]] ΙΙ. 2).
|lstext='''παραρρέω''': μέλλ.-ρεύσομαι: ἀόρ.-ερρύην: πρκμ.-ερρύηκα. ― Ρέω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ῥέων, μετ’ αἰτ., τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 2. 150., 6. 20, κτλ.· ἀπολ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· παροιμ., [[ὕδωρ]] παραρρέει, τὸ τοῦ Ὁρατίου labitur et labetur, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 14. ΙΙ. [[ἐκπίπτω]] πλησίον, ἐξολισθαίνω, εἴ τί μοι τόξων..παρερρύηκε Σοφ. Φ. 653· ὅτῳ μὴ παραρρυείη [ἡ χιὼν], εἰς ὅν τινα δὲν ἐρρύη εἰς τὰ πλάγια ἡ [[χιών]], Ξεν. Ἀν. 4.4, 11· - [[διαφεύγω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν μνήμην, πολλὰ ἡμῖν παρέρρει Πλάτ. Νόμ. 781Α· μετ’ αἰτ., πολλὰ παρερρύηκεν ἡμᾶς Κλήμ. Ἀλ. 324· ἀπολ., εἴ τι παραρρυὲν λάθῃ Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5· φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας, ἐκλιπούσας ἐκ τῆς μνήμης, Γεωπον. ἐν τῷ Προοιμ. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν, χάνει τὰς φρένας, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ., 1. 6, ἴδε ἐν λέξει [[ἐκπλέω]]· - [[ὡσαύτως]] ἀμελῶ, παραμελῶ, παραρρυῆναι τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 288, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 2. 1. ΙΙΙ. ῥέων [[παρέρχομαι]], ῥέω [[παρά]] τι χωρὶς νὰ [[παραμένω]], ἐν τοῖς πυρετοῖς διδόναι δεὶ τὸ [[ποτὸν]] [[πολλάκις]] καὶ κατ’ ὀλίγον· τὸ μὲν γὰρ πολὺ παραρρεῖ, τὸ δὲ ὀλίγον μὲν [[πολλάκις]] δὲ διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Ἀριστ. Προβλ. 1. 55· τῆς τροφῆς εἰσιούσης σπάνιόν τι εἰς τὴν ἀρτηρίαν παραρρεῖ, πλαγίως εἰσρέει, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· μεταφορ., λόγοι ψευδεῖς παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς Δημ. 170.25, πρβλ. Πλούτ. 3. 969Ε. IV. φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι, σαθραὶ καὶ συγκεχυμέναι, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]], παρερρωγυῖαι· ἴδε [[παραρρήγνυμι]] ΙΙ. 2).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραρρεύσομαι, <i>ao.2</i> παρερρύην, <i>pf.</i> παρερρύηκα;<br /><b>1</b> couler devant <i>ou</i> le long de : τινι tomber auprès de qqn ; couler <i>ou</i> glisser le long de, s’échapper des mains ; s’égarer, être oublié;<br /><b>2</b> couler à travers, s’infiltrer, se glisser, pénétrer, <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥέω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρρέω Medium diacritics: παραρρέω Low diacritics: παραρρέω Capitals: ΠΑΡΑΡΡΕΩ
Transliteration A: pararréō Transliteration B: pararreō Transliteration C: pararreo Beta Code: pararre/w

English (LSJ)

aor. -ερρύην (v. infr.) : pf. -ερρύηκα (v. infr.) :—

   A flow beside, by, or past, τὴν Νίνον Hdt.2.150 ; τὰς Πλαταιάς Str.9.2.31 ; παρὰ πόλιν Hdt.6.20, etc. : abs., Hp.Aër.6 : prov., ὕδωρ παραρρέει, of those who promise to spare no effort, Cratin.60, cf. Lib.Ep.109.2.    II slip off or out, εἴ τί μοι τόξων . . παρερρύηκεν S.Ph.653 ; ὅτῳ μὴ παραρ ρυείη [ἡ χιών] whom it did not slip off, X.An.4.4.11 : metaph., πολλὰ ὑμῖν παρέρρει many points escaped you, Pl.Lg.781a ; φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας having disappeared from memory, Gp.Prooem. 4.    2 of persons, π. τῶν φρενῶν slip away from one's senses, Eup.357.6 ; also, to be careless, neglect advice, etc., υἱὲ μὴ παραρρυῇς LXXPr.3.21 ; μήποτε παραρρυῶμεν Ep.Hebr.2.1.    III run off, Arist.Pr.866a9 ; π. παρὰ (v.l. πρὸς) τὴν ἀρτηρίαν slip into the windpipe, Id.PA664b29.    2 slip in unawares or by stealth, λόγοι παρερρυήκασι πρὸς ἡμᾶς ψευδεῖς D.13.16 ; παραρρυεὶς ἄνθρωπος εἰς τὸν νεών Plu.2.969e ; ὅθεν παρερρύηκεν ὁ τοιοῦτος λόγος Theon Prog.6 ; εἴ τι ἐν τῷ τῆς ποιήσεως δρόμῳ παραρρυὲν λάθῃ any irregularity which slips in, Luc.Hes.5.    IV φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι cracked and unsteady, Arist.Aud.804a32.

Greek (Liddell-Scott)

παραρρέω: μέλλ.-ρεύσομαι: ἀόρ.-ερρύην: πρκμ.-ερρύηκα. ― Ρέω πλησίον ἢ παρέρχομαι ῥέων, μετ’ αἰτ., τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 2. 150., 6. 20, κτλ.· ἀπολ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· παροιμ., ὕδωρ παραρρέει, τὸ τοῦ Ὁρατίου labitur et labetur, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 14. ΙΙ. ἐκπίπτω πλησίον, ἐξολισθαίνω, εἴ τί μοι τόξων..παρερρύηκε Σοφ. Φ. 653· ὅτῳ μὴ παραρρυείη [ἡ χιὼν], εἰς ὅν τινα δὲν ἐρρύη εἰς τὰ πλάγια ἡ χιών, Ξεν. Ἀν. 4.4, 11· - διαφεύγω τὴν προσοχὴν ἢ τὴν μνήμην, πολλὰ ἡμῖν παρέρρει Πλάτ. Νόμ. 781Α· μετ’ αἰτ., πολλὰ παρερρύηκεν ἡμᾶς Κλήμ. Ἀλ. 324· ἀπολ., εἴ τι παραρρυὲν λάθῃ Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5· φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας, ἐκλιπούσας ἐκ τῆς μνήμης, Γεωπον. ἐν τῷ Προοιμ. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν, χάνει τὰς φρένας, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ., 1. 6, ἴδε ἐν λέξει ἐκπλέω· - ὡσαύτως ἀμελῶ, παραμελῶ, παραρρυῆναι τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 288, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 2. 1. ΙΙΙ. ῥέων παρέρχομαι, ῥέω παρά τι χωρὶς νὰ παραμένω, ἐν τοῖς πυρετοῖς διδόναι δεὶ τὸ ποτὸν πολλάκις καὶ κατ’ ὀλίγον· τὸ μὲν γὰρ πολὺ παραρρεῖ, τὸ δὲ ὀλίγον μὲν πολλάκις δὲ διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Ἀριστ. Προβλ. 1. 55· τῆς τροφῆς εἰσιούσης σπάνιόν τι εἰς τὴν ἀρτηρίαν παραρρεῖ, πλαγίως εἰσρέει, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· μεταφορ., λόγοι ψευδεῖς παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς Δημ. 170.25, πρβλ. Πλούτ. 3. 969Ε. IV. φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι, σαθραὶ καὶ συγκεχυμέναι, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον, παρερρωγυῖαι· ἴδε παραρρήγνυμι ΙΙ. 2).

French (Bailly abrégé)

f. παραρρεύσομαι, ao.2 παρερρύην, pf. παρερρύηκα;
1 couler devant ou le long de : τινι tomber auprès de qqn ; couler ou glisser le long de, s’échapper des mains ; s’égarer, être oublié;
2 couler à travers, s’infiltrer, se glisser, pénétrer, avec εἰς ou πρός et l’acc..
Étymologie: παρά, ῥέω.