πελεκάν: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεκάν''': -ᾶνος, ὁ, παρυδάτιον πτηνὸν περιλαμβάνον ὡς φαίνεται δύο εἴδη, τὸν ἔχοντα πλατὺ καὶ κοτυλοειδὲς [[ῥάμφος]], platalea leucerodius, καὶ τὸν κοινὸν «πελεκᾶνον» Pelecanus onocrotalus, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 13., 9. 10, 2, Αἰλ. π. Ζ. Α. 3. 20˙ [[ὡσαύτως]] πελεκᾶνος Ὠριγέν. VII, 28Α, κλ. πρβλ. [[πελεκῖνος]]. | |lstext='''πελεκάν''': -ᾶνος, ὁ, παρυδάτιον πτηνὸν περιλαμβάνον ὡς φαίνεται δύο εἴδη, τὸν ἔχοντα πλατὺ καὶ κοτυλοειδὲς [[ῥάμφος]], platalea leucerodius, καὶ τὸν κοινὸν «πελεκᾶνον» Pelecanus onocrotalus, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 13., 9. 10, 2, Αἰλ. π. Ζ. Α. 3. 20˙ [[ὡσαύτως]] πελεκᾶνος Ὠριγέν. VII, 28Α, κλ. πρβλ. [[πελεκῖνος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶνος (ὁ) :<br />une sorte de pélican, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πελεκάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾶνος, ὁ,
A pelican, Pelecanus onocrotalus, Anaxandr.41.66 (anap.), Arist. HA597b29, 614b27, Ant.Lib.11.10, Ael. NA3.20 ; cf. πελεκῖνος.
German (Pape)
[Seite 550] ᾶνος, ὁ, att. πελεκᾶς, ᾶντος, ὁ, auch πελέκας, αντος, Schol. Ar. Av. 882, u. dor. πελεκᾶς, ᾶ; eigtl. der Baumspecht, weil er an den Baumstämmen hackt. Gew. ein Wasservögel, die Kropfgans, der Pelikan; Ar. hat die Form πελεκᾶντι, Av. 882, u. πελεκᾶντες, 1155 (wo mit Hindeutung auf ihren Namen von ihnen gesagt wird οΐ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκ ησαν τὰς πύλας); οἱ πελεκᾶνες οἱ ἐν τοῖς ποταμοῖς, Arist. H. A. 9, 10; Ael. H. A. 3, 20 und Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκάν: -ᾶνος, ὁ, παρυδάτιον πτηνὸν περιλαμβάνον ὡς φαίνεται δύο εἴδη, τὸν ἔχοντα πλατὺ καὶ κοτυλοειδὲς ῥάμφος, platalea leucerodius, καὶ τὸν κοινὸν «πελεκᾶνον» Pelecanus onocrotalus, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 13., 9. 10, 2, Αἰλ. π. Ζ. Α. 3. 20˙ ὡσαύτως πελεκᾶνος Ὠριγέν. VII, 28Α, κλ. πρβλ. πελεκῖνος.
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ) :
une sorte de pélican, oiseau.
Étymologie: πελεκάω.