πεδιήρης: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδιήρης''': -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566. | |lstext='''πεδιήρης''': -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />de plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]], ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις) . . κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.