πένης: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πένης''': -ητος, ὁ, ([[πένομαι]]) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, [[ἄνθρωπος]] τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ [[εὔπορος]], ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται [[ὑπεράνω]] τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ [[βίος]] .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, [[πλούσιος]] Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. [[ἵππος]] Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. [[δόμος]] Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι [[αὐτόθι]] 372· [[μετὰ]] γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, [[αὐτόθι]] 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - [[ὡσαύτως]] θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. [[πενέστερος]], Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11. | |lstext='''πένης''': -ητος, ὁ, ([[πένομαι]]) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, [[ἄνθρωπος]] τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ [[εὔπορος]], ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται [[ὑπεράνω]] τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ [[βίος]] .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, [[πλούσιος]] Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. [[ἵππος]] Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. [[δόμος]] Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι [[αὐτόθι]] 372· [[μετὰ]] γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, [[αὐτόθι]] 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - [[ὡσαύτως]] θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. [[πενέστερος]], Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος;<br /><i>adj.</i><br />pauvre, indigent (<i>propr.</i> qui travaille pour vivre) ; avec un gén. pauvre de, qui manque de;<br /><i>Cp.</i> [[πενέστερος]], <i>Sp.</i> [[πενέστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[πένομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ, (πένομαι)
A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος... ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- δόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ar.Pl. 553 ; οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133, 2.47 ; πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4 ; πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51 ; οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph.584; π. ἵππος X. Oec. 11.5. II as Adj., π. δόμοι E. El.1139 : c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ; π. φίλων Pl.Ep.332c ; π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11 : Comp. πενέστερος X.Ath.1.13: Sup. πενέστατος D.21.123.
German (Pape)
[Seite 554] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet (πένομαι) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ φειδωλός, Legg. IV, 719 e; καὶ ἄπορος, Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. πένης γὰρ ἦν ἀνδρῶν φίλων καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; βίος, Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. πένησσα erwähnt Hesych. – Compar. πενέστερος, Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος.
Greek (Liddell-Scott)
πένης: -ητος, ὁ, (πένομαι) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ εὔπορος, ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται ὑπεράνω τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, πλούσιος Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. ἵππος Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. δόμος Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι αὐτόθι 372· μετὰ γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, αὐτόθι 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - ὡσαύτως θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. πενέστερος, Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11.
French (Bailly abrégé)
ητος;
adj.
pauvre, indigent (propr. qui travaille pour vivre) ; avec un gén. pauvre de, qui manque de;
Cp. πενέστερος, Sp. πενέστατος.
Étymologie: πένομαι.