πήληξ: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πήληξ''': -ηκος, ἡ, [[κράνος]], περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο [[πήληξ]] Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. [[ἱππόκομος]] Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλλω]], [[πῆλαι]], ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).
|lstext='''πήληξ''': -ηκος, ἡ, [[κράνος]], περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο [[πήληξ]] Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. [[ἱππόκομος]] Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλλω]], [[πῆλαι]], ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ἡ) :<br />casque, heaume à panache flottant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήληξ Medium diacritics: πήληξ Low diacritics: πήληξ Capitals: ΠΗΛΗΞ
Transliteration A: pḗlēx Transliteration B: pēlēx Transliteration C: piliks Beta Code: ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ἡ,

   A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805 ; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20.    2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)

German (Pape)

[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.

Greek (Liddell-Scott)

πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).

French (Bailly abrégé)

ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.