ἱππόκομος
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ον, (< κόμη) Adj., decked with horsehair, epithet of a helmet (not in Od.), κόρυς Il. 13.132, cf. S.Ant. 116 (anap.); πήληξ Il. 16.797; τρυφάλεια 13.339.
German (Pape)
[Seite 1260] (κόμη), roßhaarig, mit Roßhaaren versehen, κόρυς, τρυφάλεια, Il. 12, 339. 13, 132 u. öfter; Soph. Ant. 116.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόκομος: украшенный султаном конских волос (κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκομος: -ον, (κόμη) κεκοσμημένος μὲ κόμην ἴππου, ὡς ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, ὡς τὸ ἱππόδασυς, ἱππόκομοι κόρυθες Ἰλ. Ν. 132, κτλ.˙ ἱππόκομον πήληκα Π. 797˙ ἱπποκόμων τρυφαλιῶν Μ. 339 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ ἱπποκόμοις κορύθεσσι Σοφ. Ἀντ. 116.
English (Autenrieth)
(κόμη): decked with horse-hair.
Greek Monotonic
ἱππόκομος: -ον (κόμη), διακοσμημένος με τρίχες, με αλογότριχες, λέγεται για την περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Middle Liddell
ἱππό-κομος, ον κόμη
decked with horse-hair, of a helmet, Il., Soph.