ἱππόκομος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκομος Medium diacritics: ἱππόκομος Low diacritics: ιππόκομος Capitals: ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hippókomos Transliteration B: hippokomos Transliteration C: ippokomos Beta Code: i(ppo/komos

English (LSJ)

ον, (< κόμη) Adj., decked with horsehair, epithet of a helmet (not in Od.), κόρυς Il. 13.132, cf. S.Ant. 116 (anap.); πήληξ Il. 16.797; τρυφάλεια 13.339.

German (Pape)

[Seite 1260] (κόμη), roßhaarig, mit Roßhaaren versehen, κόρυς, τρυφάλεια, Il. 12, 339. 13, 132 u. öfter; Soph. Ant. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόκομος: украшенный султаном конских волос (κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκομος: -ον, (κόμη) κεκοσμημένος μὲ κόμην ἴππου, ὡς ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, ὡς τὸ ἱππόδασυς, ἱππόκομοι κόρυθες Ἰλ. Ν. 132, κτλ.˙ ἱππόκομον πήληκα Π. 797˙ ἱπποκόμων τρυφαλιῶν Μ. 339 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ ἱπποκόμοις κορύθεσσι Σοφ. Ἀντ. 116.

English (Autenrieth)

(κόμη): decked with horse-hair.

Greek Monotonic

ἱππόκομος: -ον (κόμη), διακοσμημένος με τρίχες, με αλογότριχες, λέγεται για την περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἱππό-κομος, ον κόμη
decked with horse-hair, of a helmet, Il., Soph.