χυτλάζω: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χυτλάζω''': μέλλ. -άσω, [[χρίω]] τινὰ [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. [[χύτλον]]. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.
|lstext='''χυτλάζω''': μέλλ. -άσω, [[χρίω]] τινὰ [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. [[χύτλον]]. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.
}}
{{bailly
|btext=verser, répandre ; <i>p. anal.</i> étendre de tout son long.<br />'''Étymologie:''' [[χύτλον]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτλάζω Medium diacritics: χυτλάζω Low diacritics: χυτλάζω Capitals: ΧΥΤΛΑΖΩ
Transliteration A: chytlázō Transliteration B: chytlazō Transliteration C: chytlazo Beta Code: xutla/zw

English (LSJ)

   A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2.    2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.

German (Pape)

[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.

Greek (Liddell-Scott)

χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.

French (Bailly abrégé)

verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.