συμβούλευμα: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμβούλευμα''': τό, [[συμβουλή]], Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13. | |lstext='''συμβούλευμα''': τό, [[συμβουλή]], Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />conseil, avertissement.<br />'''Étymologie:''' [[συμβουλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.