σημειογράφος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημειογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, [[ταχυγράφος]], στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - [[ἐντεῦθεν]] -[[γραφεῖον]], τό, τὸ [[γραφεῖον]] ἢ [[ἐργαστήριον]] τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ [[τέχνη]], Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79. | |lstext='''σημειογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, [[ταχυγράφος]], στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - [[ἐντεῦθεν]] -[[γραφεῖον]], τό, τὸ [[γραφεῖον]] ἢ [[ἐργαστήριον]] τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ [[τέχνη]], Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui écrit en signes convenus, sténographe.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A σημεῖον 11.5) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a (Amisus), CIG3902d (Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 874] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.
Greek (Liddell-Scott)
σημειογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, ταχυγράφος, στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - ἐντεῦθεν -γραφεῖον, τό, τὸ γραφεῖον ἢ ἐργαστήριον τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ τέχνη, Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui écrit en signes convenus, sténographe.
Étymologie: σημεῖον, γράφω.