Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σησαμῆ: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σησᾰμῆ''': ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), [[μῖγμα]] σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου [[μετὰ]] μέλιτος, [[εἶδος]] «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν [[ἥδυσμα]] προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[σησάμη]] ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. [[σησαμίς]], -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.
|lstext='''σησᾰμῆ''': ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), [[μῖγμα]] σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου [[μετὰ]] μέλιτος, [[εἶδος]] «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν [[ἥδυσμα]] προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[σησάμη]] ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. [[σησαμίς]], -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />gâteau de sésame et de miel.<br />'''Étymologie:''' [[σησάμη]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῆ Medium diacritics: σησαμῆ Low diacritics: σησαμή Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsamē̂ Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsamh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from σησαμέα (which occurs in Hdn.Gr.2.425),

   A a mixture of sesame-seeds, roasted and pounded with honey, an Athenian delicacy, given to guests at a wedding, Ar.Pax 869, Men.938; in pl., Amphis 9.3; wrongly written σησάμη in Hp.Int.42, etc.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, ein Gemisch von gerösteten u. zerstoßenen Sesamkörnern mit Honig, eine beliebte Leckerspeise in Athen, die dei Hochzeiten den ankommenden Gästen gereicht ward; von σησαμ οῦς unterschieden, Schol. Ar. Pax 834, wo Ar. vrbdt ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ συμπλάττεται.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμῆ: ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), μῖγμα σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, εἶδος «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν ἥδυσμα προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· ἡμαρτημένως φέρεται σησάμη ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. σησαμίς, -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gâteau de sésame et de miel.
Étymologie: σησάμη.