σκορπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.
|lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass. inf.</i> σκορπισθῆναι;<br />disperser comme avec l’engin [[σκορπίος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίζω Medium diacritics: σκορπίζω Low diacritics: σκορπίζω Capitals: ΣΚΟΡΠΙΖΩ
Transliteration A: skorpízō Transliteration B: skorpizō Transliteration C: skorpizo Beta Code: skorpi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ LXX Jb.39.15:— scatter, disperse, Ion. word, Hecat.366J. (Pass.); elsewh. only in later writers, LXX 2 Ki.22.15, al., Str.4.4.6, Ev.Matt.12.30, Dsc.4.134, Philum.Ven.12.2; ἐσκορπισμέναι μύξαι CPHerm.7ii 18 (iii A.D.).    2 disintegrate, reduce to powder, Zos.Alch.p.177 B.    3 dissipate, τὸν πατρικὸν βίον Cat.Cod.Astr.2.162.

German (Pape)

[Seite 904] zerstreuen, auseinanderwerfen, -jagen, nach einigen Gramm. ion., nach andern macedonisch, s. Lob. Phryn. 218; schon aus Hecat. angeführt, aber Sp. häufiger, nach Alexander dem Großen; ἐσκορπίσθησαν, Plut. Timol. 4; Luc. asin. 32.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίζω: μέλλ. -ίσω, διασκορπίζω, διαχέω, ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ σκεδάννυμι, Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. inf. σκορπισθῆναι;
disperser comme avec l’engin σκορπίος.