σκαλεύω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰλεύω''': [[σκάλλω]], ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «[[σκαλίζω]]», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει». | |lstext='''σκᾰλεύω''': [[σκάλλω]], ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «[[σκαλίζω]]», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=fouir, fouiller ; σκ. [[πῦρ]] PLUT tisonner, attiser du charbon <i>ou</i> du feu.<br />'''Étymologie:''' [[σκαλεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A = σκάλλω, stir, poke, ἄνθρακας Ar. Pax440; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σ., i.e. don't provoke an angry m<*>n, Pythag. prov. in Arist.Fr.197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, <*>L. 8.17; σ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr.960b35, 961a37: abs., of pou<*>y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά <μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp.47 D.
German (Pape)
[Seite 888] = σκάλλω, behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύω: σκάλλω, ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «σκαλίζω», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».
French (Bailly abrégé)
fouir, fouiller ; σκ. πῦρ PLUT tisonner, attiser du charbon ou du feu.
Étymologie: σκαλεύς.