σμώχω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν [[μετὰ]] σπουδῆς».
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν [[μετὰ]] σπουδῆς».
}}
{{bailly
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώχω Medium diacritics: σμώχω Low diacritics: σμώχω Capitals: ΣΜΩΧΩ
Transliteration A: smṓchō Transliteration B: smōchō Transliteration C: smocho Beta Code: smw/xw

English (LSJ)

   A rub down, grind down, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν Ar. Pax 1309; σμώξας Nic.Th.530.    2 metaph., attack with abuse, Diodorus ap.Sch.Ar.Th.396.

German (Pape)

[Seite 912] = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσθίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v. l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.

Greek (Liddell-Scott)

σμώχω: μέλλ. -ξω. (σμάω), ψήχω, τρίβω, κατατρίβω, «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».

French (Bailly abrégé)

frotter, écraser, broyer.
Étymologie: DELG cf. σμήω.