σκεθρός: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεθρός''': -ά, -όν, [[ἀκριβής]], [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· [[δίαιτα]] Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· [[τάλαντον]] τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές». | |lstext='''σκεθρός''': -ά, -όν, [[ἀκριβής]], [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· [[δίαιτα]] Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· [[τάλαντον]] τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />exact, juste, parfait.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχεῖν]] de [[ἔσχον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A exact, careful, γνώμῃ σ. βασανίσας Hp.Mul. 1.11; ἴησις σκεθροτέρη Id.Art.50; δίαιτα Gal.18(2).403; τάλαντον τρυτάνης Lyc.270. Adv. -ρῶς, προὐξεπίστασθαι A.Pr.102, cf. 488; ὁρᾶν E.Fr.87.
German (Pape)
[Seite 891] knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, ταλάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέθειν, was sich genau woran anhält, anschließt.
Greek (Liddell-Scott)
σκεθρός: -ά, -όν, ἀκριβής, ἐπιμελής, προσεκτικός, γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· δίαιτα Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· τάλαντον τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
exact, juste, parfait.
Étymologie: DELG σχεῖν de ἔσχον.