στόχος: Difference between revisions
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στόχος''': ὁ, [[σκοπός]], «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) [[εἰκασία]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = [[στοχάς]], [[Πολυδ]]. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ [[στοῖχος]], [[στίχος]], ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, [[στίζω]]). | |lstext='''στόχος''': ὁ, [[σκοπός]], «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) [[εἰκασία]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = [[στοχάς]], [[Πολυδ]]. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ [[στοῖχος]], [[στίχος]], ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, [[στίζω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> but que l’on vise;<br /><b>2</b> conjecture.<br />'''Étymologie:''' R. Σταχ <i>ou</i> Στεχ, frapper. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pillar of brick, IG22.463.59, al. 2 = στοχάς, Poll.5.36. 3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων). 4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον). 5 guess, conjecture, A.Supp.243.
German (Pape)
[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.
Greek (Liddell-Scott)
στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 but que l’on vise;
2 conjecture.
Étymologie: R. Σταχ ou Στεχ, frapper.