στρέβλωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρέβλωσις''': -εως, ἡ, [[βάσανος]], [[βασανισμός]], «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - [[ὡσαύτως]] στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''στρέβλωσις''': -εως, ἡ, [[βάσανος]], [[βασανισμός]], «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - [[ὡσαύτως]] στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting to the torture, J.AJ19.1.5, Plu. 2.1070b.
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, das Foltern od. Martern; Plut. adv. stoic. 24; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
στρέβλωσις: -εως, ἡ, βάσανος, βασανισμός, «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - ὡσαύτως στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
torture.
Étymologie: στρεβλόω.