φάσηλος: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάσηλος''': [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν [[φυτόν]], ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ [[ὄσπριον]] «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― [[τύπος]] τις [[φασίολος]] ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ [[Πολυδ]]. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. [[ἐντεῦθεν]] Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν [[πλοιάριον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] φασουλίου, [[λέμβος]], [[ἀκάτιον]], Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29. | |lstext='''φάσηλος''': [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν [[φυτόν]], ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ [[ὄσπριον]] «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― [[τύπος]] τις [[φασίολος]] ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ [[Πολυδ]]. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. [[ἐντεῦθεν]] Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν [[πλοιάριον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] φασουλίου, [[λέμβος]], [[ἀκάτιον]], Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ου);<br /><b>1</b> fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), <i>plante</i>;<br /><b>2</b> chaloupe allongée.<br />'''Étymologie:''' DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de [[φακός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ (cf. Ath.2.56a, 4.139a: Lat.
A phaselos is fem., Colum.10.377), a kind of bean, calavance, Vigna sinensis, Epich. 151, Ar.Pax 1144 (troch.), Demetr.Com.Vet.5, Wilcken Chr.198.18 (iii B. C.), etc.; cf. φασίολος. II hence Lat. phaselus, a light boat, canoe, skiff, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.Od.3.2.29.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, auch φασήολος und φασίολος geschr., 1) eine Pflanze, die eßbare Schoten trägt, eine Art Bohnen, Phasolen od. Fisolen, Ar. Pax 1110, vgl. Ath. II, 56 a. – 2) ein schmaler, leichter Kahn, jedes schnellsegelnde Schiff, wahrscheinlich von seiner Aehnlichkeit mit der Schote des φάσηλος, Catull. 4.
Greek (Liddell-Scott)
φάσηλος: [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν φυτόν, ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ ὄσπριον «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― τύπος τις φασίολος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ Πολυδ. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. ἐντεῦθεν Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν πλοιάριον ἔχον τὸ σχῆμα φασουλίου, λέμβος, ἀκάτιον, Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29.
French (Bailly abrégé)
ου (ου);
1 fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), plante;
2 chaloupe allongée.
Étymologie: DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de φακός.